ζεσεοσκοπία

ζεσεοσκοπία
Επιστημονική μέθοδος που μελετά την ανύψωση του σημείου ζέσης ενός διαλύματος ως προς το σημείο ζέσης του καθαρού διαλύτη. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην ταπείνωση της τάσης των ατμών, η οποία προκαλείται από την προσθήκη του διαλυτού. Η ευθεία αναλογία μεταξύ της συγκέντρωσης του διαλυόμενου σώματος και της ανύψωσης του σημείου ζέσης και η σταθερότητα της θερμοκρασίας, με την πρόσθεση στον ίδιο όγκο διαλύτη ενός γραμμομορίου οποιουδήποτε σώματος, επιτρέπει τον προσδιορισμό του μοριακού βάρους του διαλυτού. Η ζ. έχει ανάλογη επιστημονική βάση με την κρυοσκοπία. Η μέθοδος βασίζεται στη μέτρηση της μεταβολής της θερμοκρασίας με κατάλληλη συσκευή (συσκευή ζ. του Μπέκμαν), όταν είναι γνωστές η συγκέντρωση του διαλυτού και η ζεσεοσκοπική σταθερά, η οποία ποικίλλει από διαλύτη σε διαλύτη.
* * *
η φυσ.-χημ.
τεχνική η οποία αποβλέπει στον προσδιορισμό τού ακριβούς σημείου βρασμού ενός διαλύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέση + -σκοπία (< σκοπός), πρβλ. οιωνο-σκοπία, σπλαγχνο-σκοπία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζεσεοσκόπιο — το συσκευή με την οποία γίνεται η ζεσεοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέση + σκόπιο (< σκοπώ) πρβλ. επι δια σκόπιο, μικρο σκόπιο] …   Dictionary of Greek

  • ζεσιοσκοπία — η βλ. ζεσεοσκοπία …   Dictionary of Greek

  • Μπέκμαν, Ερνστ — (Ernst Beckmann, Ζόλινγκεν 1853 – Βερολίνο 1923). Γερμανός φυσικός και χημικός. Μαθητής του Κόλμπε και του Όστβαλντ, έγινε αργότερα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Έκανε ενδιαφέρουσες έρευνες στην οργανική χημεία, στη φυσικοχημεία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”