- ζεσεοσκοπία
- Επιστημονική μέθοδος που μελετά την ανύψωση του σημείου ζέσης ενός διαλύματος ως προς το σημείο ζέσης του καθαρού διαλύτη. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην ταπείνωση της τάσης των ατμών, η οποία προκαλείται από την προσθήκη του διαλυτού. Η ευθεία αναλογία μεταξύ της συγκέντρωσης του διαλυόμενου σώματος και της ανύψωσης του σημείου ζέσης και η σταθερότητα της θερμοκρασίας, με την πρόσθεση στον ίδιο όγκο διαλύτη ενός γραμμομορίου οποιουδήποτε σώματος, επιτρέπει τον προσδιορισμό του μοριακού βάρους του διαλυτού. Η ζ. έχει ανάλογη επιστημονική βάση με την κρυοσκοπία. Η μέθοδος βασίζεται στη μέτρηση της μεταβολής της θερμοκρασίας με κατάλληλη συσκευή (συσκευή ζ. του Μπέκμαν), όταν είναι γνωστές η συγκέντρωση του διαλυτού και η ζεσεοσκοπική σταθερά, η οποία ποικίλλει από διαλύτη σε διαλύτη.
* * *η φυσ.-χημ.τεχνική η οποία αποβλέπει στον προσδιορισμό τού ακριβούς σημείου βρασμού ενός διαλύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέση + -σκοπία (< σκοπός), πρβλ. οιωνο-σκοπία, σπλαγχνο-σκοπία].
Dictionary of Greek. 2013.